Τα ινομυώματα (ή λειομυώματα) αποτελούν καλοήθεις όγκους που εντοπίζονται στον μυικό χιτώνα του τοιχώματος της μήτρας (μυομήτριο). Απαρτίζονται από διογκωμένες λείες μυικές ίνες και ινώδη συνδετικό ιστό. Εμφανίζονται ιστολογικά ως διακριτές στρογγυλές μάζες, άσπρες ή στο χρώμα του δέρματος, που διαχωρίζονται σαφώς από τον γύρω ιστό της μήτρας. Μπορούν να βρίσκονται μέσα στο σώμα της μήτρας, στην εξωτερική της επιφάνεια, στον τράχηλο ή να κρέμονται από έναν μίσχο.

Η διάμετρός τους μπορεί να είναι μικρότερη από ένα εκατοστό, οπότε και ονομάζονται πυρήνες ινομυωμάτων, συνήθως όμως κυμαίνεται από ένα μέχρι και 15 εκατοστά, ενώ το βάρος τους κυμαίνεται μεταξύ μερικών γραμμαρίων έως και κάποιων κιλών σε ακραίες περιπτώσεις πολλαπλών ινομυωμάτων. Σε περίπτωση που πρόκειται για μεγάλου μεγέθους ινομυώματα, πολλές φορές μπορούν να ψηλαφηθούν ακόμη και από την ίδια την ασθενή μέσω του κοιλιακού τοιχώματος.

Σε μικροσκοπικό επίπεδο, τα κύτταρα που απαρτίζουν τα ινομυώματα μοιάζουν με τα φυσιολογικά (επιμήκη, ατρακτοειδή, με μακρόστενο πυρήνα) και αθροίζονται σε ομάδες με διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα κύτταρα αυτά είναι ομοιόμορφα σε σχήμα και μέγεθος, ενώ διακρίνονται σε τρεις τύπους: Έκκεντρα (σπάνια), πορώδη και μιτωτικά ενεργά.

Γονιμότητα

Τα ινομυώματα μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα της γυναίκας με τους πιο κάτω μηχανισμούς:

  • παραμόρφωσης ανατομίας
  • μηχανικό εμπόδιο στη σύλληψη
  • πρόκληση αποβολής.

Επιδημιολογία

Περίπου 20-40% των γυναικών θα διαγνωστούν με ινομύωμα αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό εκδηλώνει συμπτώματα και χρήζει θεραπείας.

Το ποσοστό εμφάνισης της νόσου είναι διπλάσιο στις έγχρωμες γυναίκες σε σχέση με τις λευκές.

Τα ινομυώματα παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα στις παχύσαρκες γυναίκες.

Επειδή είναι σε άμεση εξάρτηση με τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη ,εμφανίζονται σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας ,ενώ υποστρέφουν σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Παθογένεση

Τα ινομυώματα είναι μονοκλωνικοί καλοήθεις όγκοι, από τους οποίους το 40-50% δείχνουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες που μπορούν να εντοπιστούν στον καρυότυπο. Στην περίπτωση των πολλαπλών ινομυωμάτων, αυτά προκαλούνται συνήθως από μη σχετιζόμενα μεταξύ τους γενετικά ελαττώματα. Στο 70% των ινομυωμάτων έχουν ενοχοποιηθεί συγκεκριμένες μεταλλάξεις της πρωτεϊνης MED12.

Η ακριβής αιτιολογία δεν είναι κατανοητή με ακρίβεια, όμως επιβεβαιωμένοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η κληρονομικότητα (εμφάνιση ινομυωμάτων σε γυναίκες συγγενείς της ασθενούς) και η δράση των γυναικείων φυλετικών ορμονών, των οιστρογόνων. Τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων μπορεί να προέρχονται από καταστάσεις όπως κύηση, χορήγηση αντισυλληπτικών χαπιών και γενικώς εξωγενών οιστρογόνων και εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας (15-45 ετών). Ως επιπρόσθετοι παράγοντες περιγράφονται ακόμη η παχυσαρκία, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ο διαβήτης και η υπέρταση.

Η ανάπτυξη των ινομυωμάτων επηρεάζεται κυρίως από τις ορμόνες οιστρογόνο και προγεστερόνη. Πιστεύεται ότι αμφότερες έχουν μιτογενετικές επιδράσεις στα κύτταρα των λειομυωμάτων και επίσης δρουν επηρεάζοντας (άμεσα και έμμεσα) έναν μεγάλο αριθμό παραγόντων ανάπτυξης, κυτοκινών, αποπτωτικών παραγόντων, καθώς και άλλων ορμονών. Επιπροσθέτως, οι δράσεις των οιστρογόνων και της προγεστερόνης ρυθμίζονται από μια διασταυρούμενη επίδραση (cross-talk) μεταξύ των οιστρογόνων, της προγεστερόνης και της προλακτίνης που σηματοδοτεί ποιο από αυτά ελέγχει την έκφραση των αντίστοιχων πυρηνικών υποδοχέων. Πιστεύεται ότι τα οιστρογόνα προωθούν την ανάπτυξη των ινομυωμάτων με την αύξηση των αυξητικών παραγόντων IGF-1, EGFR, TGF-beta1, TGF-beta3 και PDGF, συμβάλλουν στην αφύσικη επιβίωση των κυττάρων των λειομυωμάτων με τη μείωση του παράγοντα p53, την αύξηση της έκφρασης του αντι-αποπτωτικού παράγοντα PCP4 και τον ανταγωνισμό της σηματοδότησης PPAR-gamma. Η προγεστερόνη πιστεύεται ότι προωθεί την ανάπτυξη του ινομυώματος μέσω της αύξησης των παραγόντων EGF, TGF-beta1 και TGF-beta3, ενώ την επιβίωσή του μέσω της αύξησης της έκφρασης του Bcl-2 και της μείωσης του TNF-alpha.

Ενώ στα προ-εμμηνοπαυσιακά ινομυώματα οι υποδοχείς των ER-beta, ER-alpha και της προγεστερόνης ανευρίσκονται υπερεκφρασμένοι, στα σπάνια μετα-εμμηνοπαυσιακά ινομυώματα μόνο οι υποδοχείς των ER-beta βρέθηκαν σημαντικά υπερεκφρασμένοι. Η πλειονότητα των μελετών κατέληξε στο ότι πολυμορφισμοί στις κωδικοποιήσεις των γονιδίων ER και PR δε σχετίζονται με την εμφάνιση ινομυωμάτων στους Καυκασιανούς πληθυσμούς. Παρ’όλα αυτά, ένας ειδικός ER-alpha γονότυπος βρέθηκε ότι σχετίζεται με την εμφάνιση και το μέγεθος των ινομυωμάτων. Η αυξημένη επικράτηση αυτού του γονότυπου στις μαύρες γυναίκες μπορεί έτσι να ερμηνεύσει την αυξημένη παρουσία ινομυωμάτων σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα.

Η υπέρταση σχετίζεται σαφώς με τα ινομυώματα. Παρ’όλο που δεν τίθεται θέμα αιτίου-αποτελέσματος, έχει διαμορφωθεί η υπόθεση ότι αθηροσκληρωτική βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία της μήτρας και η επακόλουθη φλεγμονώδης κατάσταση πιθανότατα παίζουν ρόλο στην εμφάνιση ινομυωμάτων. Επιπρόσθετοι ενδοκρινικοί παράγοντες σχετικοί με την αρτηριακή πίεση όπως η αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι ύποπτοι για τον πολλαπλασιασμό ινομυωμάτων μέσω του υποδοχέα τύπου 1 της αγγειοτενσίνης ΙΙ.

Αυτή τη στιγμή γενετικά και κληρονομικά αίτια διερευνώνται, ενώ αρκετές επιδημιολογικές έρευνες καταδεικνύουν σημαντική γενετική επίδραση ιδίως για περιπτώσεις πρώιμης εμφάνισης λειομυωμάτων. Οι συγγενείς πρώτου βαθμού της ασθενούς παρουσιάζουν κίνδυνο εμφάνισης αυξημένο κατά 2,5 φορές, ενώ η πιθανότητα αυτή αυξάνεται κατά έξι φορές σε περιπτώσεις πρώιμης εμφάνισης. Οι μονοζυγωτικές δίδυμες εμφανίζουν διπλό κίνδυνο υστερεκτομής σε σύγκριση με τις μονοζυγωτικές δίδυμες.